- διαναπαύω
- (AM διαναπαύω)1. επιτρέπω την κατά διαλείμματα ανάπαυση2. παρέχω διαλείμματα αναπαύσεως3. διακόπτω για λίγομέσ. αναπαύομαι για λίγη ώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαναπαύω — διαναπαύομαι pres subj act 1st sg διαναπαύομαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
спрятоваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (κηδεύω, συγκομίζω) убираю умершего; (διαναπαύω)… … Словарь церковнославянского языка
διανάπαυση — η (AM διανάπαυσις, εως) [διαναπαύω] διάλειμμα για ξεκούραση … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προδιαναπαύω — Α 1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως 2. μέσ. προδιαναπαύομαι αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»] … Dictionary of Greek
συνδιαναπαύω — Μ αναπαύω μαζί ή ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαναπαύω «παρέχω διαλείμματα ανάπαυσης, διακόπτω για λίγο»] … Dictionary of Greek
ՓԱՐԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0936 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c ն. περιαιρέω aufero διαναπαύω requiescere facio ἑκκύω exuo. կր. ἁπέρχομαι abeo, discedo ἑνδίδωμι remitto, laxo, cedo. Հեռի առնել. ʼի բաց բառնալ. մերժել. ցրուել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)